- αύχημα
- αὔχημα, το (Α) [αυχώ]1. πράγμα για το οποίο καυχιέται και υπερηφανεύεται κανείς, το καύχημα2. αιτία για καύχημα, δόξα3. καύχηση, παίνεμα, επίδειξη δύναμης4. έπαρση, αλαζονεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὔχημα — thing boasted of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔχημ' — αὔχημα , αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc sg αὔχημαι , αὐχέω boast perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχημάτων — αὔχημα thing boasted of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήμασι — αὔχημα thing boasted of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήμασιν — αὔχημα thing boasted of neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματα — αὔχημα thing boasted of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματι — αὔχημα thing boasted of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχήματος — αὔχημα thing boasted of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας … Dictionary of Greek
αυχηματικός — αὐχηματικός, ή, όν (Μ) [αύχημα] αλαζονικός, υπεροπτικός … Dictionary of Greek